ἁλμάτων

ἁλμάτων
ἅλμα
spring
neut gen pl
ἁλμά̱των , ἁλμάω
become mildewed
pres imperat act 3rd pl
ἁλμά̱των , ἁλμάω
become mildewed
pres imperat act 3rd dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • μακροποδίδες — (macropodidae). Οικογένεια θηλαστικών της τάξης των μαρσιποφόρων, της υπόταξης των διπρωτοδόντιων. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικογένεια των μαρσιποφόρων, αλλά η πιο γνωστή επειδή περιλαμβάνει τα καγκουρό. Περιλαμβάνει περίπου 54 είδη, τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • μακροσκελίδες — (macroscelidae). Οικογένεια θηλαστικών, η οποία αρχικά κατατασσόταν στην τάξη των εντομοφάγων, ενώ πλέον σχηματίζει ξεχωριστή τάξη· διαφέρουν από τα εντομοφάγα στο ότι έχουν πλήρη ακουστικά οστάρια, μεγάλα ζυγωματικά οστά και σχετικά μικρούς… …   Dictionary of Greek

  • χιονοδρομία — η αγώνας διολίσθησης και αλμάτων πάνω στο χιόνι με χιονοπέδιλα και χιονολισθητήρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”